έκκεντρο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ PAWS - συντήρηση: αφαίρεση μτφ-μέση από τις Μεταφράσεις
μ τυπο
 
Γραμμή 88: Γραμμή 88:
==={{μορφή επιθέτου|el}}===
==={{μορφή επιθέτου|el}}===
'''{{PAGENAME}}'''
'''{{PAGENAME}}'''
# ({[α}}) {{πτώσηΑεν|έκκεντρος}}
# ({{α}}) {{πτώσηΑεν|έκκεντρος}}
# {{ουδ του-πτώσειςΟΑΚεν|έκκεντρος}}
# {{ουδ του-πτώσειςΟΑΚεν|έκκεντρος}}



Τελευταία αναθεώρηση της 11:18, 11 Φεβρουαρίου 2022

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το έκκεντρο τα έκκεντρα
      γενική του έκκεντρου των έκκεντρων
    αιτιατική το έκκεντρο τα έκκεντρα
     κλητική έκκεντρο έκκεντρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

έκκεντρο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου έκκεντρος, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική excentrique

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

έκκεντρο ουδέτερο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

έκκεντρο

  1. (αρσενικό) αιτιατική ενικού του έκκεντρος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του έκκεντρος