έρευνα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ PAWS - συντήρηση: αφαίρεση μτφ-μέση από τις Μεταφράσεις
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό Προχωρημένη επεξεργασία από κινητό
Γραμμή 35: Γραμμή 35:
<!-- * {{bg}} : {{τ|bg|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{bg}} : {{τ|bg|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} -->
* {{fr}} : {{τ|fr|enquête}}, {{τ|fr|recherche}}
* {{fr}} : {{τ|fr|enquête}}, {{τ|fr|recherche}}, {{τ|fr|investigation}}
* {{de}} : {{τ|de|Forschung}}, {{τ|de|Untersuchung}}
* {{de}} : {{τ|de|Forschung}}, {{τ|de|Untersuchung}}
<!-- * {{da}} : {{τ|da|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{da}} : {{τ|da|ΧΧΧ}} -->

Αναθεώρηση της 10:46, 12 Φεβρουαρίου 2022

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η έρευνα οι έρευνες
      γενική της έρευνας των ερευνών
    αιτιατική την έρευνα τις έρευνες
     κλητική έρευνα έρευνες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

έρευνα < αρχαία ελληνική ἔρευνα

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈe.ɾev.na/

Ουσιαστικό

έρευνα θηλυκό

  1. (επιστήμη) η εξέταση στοιχείων με σκοπό την επιβεβαίωσή τους ή η αναζήτηση νέων δεδομένων
    οι έρευνες του τομέα πυρηνικής φυσικής περιστρέφονται τώρα γύρω από το ζήτημα της αντιύλης
    • (γενικότερα) ο συστηματικός τρόπος επίλυσης των επιστημονικών προβλημάτων
    • (ειδικότερα) συγκεκριμένη μελέτη
      εγκατέλειψε τη διδασκαλία για να αφοσιωθεί στην έρευνα
  2. η καταγραφή στατιστικών δεδομένων που σχετίζονται με ένα συγκεκριμένο σύνολο προσώπων
    οι εταιρείες δημοσκοπήσεων διενεργούν έρευνες συνήθως σε προεκλογική περίοδο
  3. η συστηματική αναζήτηση ενός προσώπου ή αντικειμένου σε ένα χώρο
    η αστυνομία έκανε έρευνα σε σπίτια υπόπτων
    κανένα νεότερο από τις έρευνες για την ανακάλυψη των αγνοούμενων ορειβατών
  4. η διερεύνηση μιας υπόθεσης (πχ αστυνομικής φύσεως) με σκοπό την ανακάλυψη της αλήθειας

Συγγενικά

Μεταφράσεις