άβυσσος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ προσθήκη παραμέτρου γλώσσας στο πρότυπο του μέρους λόγου
Γραμμή 3: Γραμμή 3:
{{-ετυμ-}}
{{-ετυμ-}}
* {{αρχ}} ἡ [[ἄβυσσος]] < ''επίθετο'' [[ἄβυσσος]]
* {{αρχ}} ἡ [[ἄβυσσος]] < ''επίθετο'' [[ἄβυσσος]]
{{-ουσ-}}
{{-ουσ-|el}}
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}}
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}}
# μεγάλο και απότομο βάθος σε πηγάδι, λίμνη, θάλασσα
# μεγάλο και απότομο βάθος σε πηγάδι, λίμνη, θάλασσα

Αναθεώρηση της 17:02, 5 Δεκεμβρίου 2007

Πρότυπο:=el=

Πρότυπο:-ετυμ-

Πρότυπο:-ουσ- άβυσσος θηλυκό

  1. μεγάλο και απότομο βάθος σε πηγάδι, λίμνη, θάλασσα
  2. βαθύ χάσμα γης, βάραθρο
  3. απέραντη, αμέτρητη, χαώδης έκταση
  4. (μεταφορικά) το πιο βαθύ σημείο της ψυχής, της καρδιάς


Πρότυπο:-μτφ-