νάνος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
μ προσθήκη παραμέτρου γλώσσας στο πρότυπο του μέρους λόγου |
||
Γραμμή 5: | Γραμμή 5: | ||
{{-προφ-}} |
{{-προφ-}} |
||
:{{ΔΦΑ}}: /[[Βικιλεξικό:Οδηγός προφοράς|'na.nɔs]]/ |
:{{ΔΦΑ}}: /[[Βικιλεξικό:Οδηγός προφοράς|'na.nɔs]]/ |
||
{{-ουσ-}} |
{{-ουσ-|el}} |
||
'''{{PAGENAME}}''' {{α}} |
'''{{PAGENAME}}''' {{α}} |
||
# (''ιατρική'') άνθρωπος πολύ κοντός και μικρόσωμος σε σχέση με άλλα άτομα της ηλικίας του |
# (''ιατρική'') άνθρωπος πολύ κοντός και μικρόσωμος σε σχέση με άλλα άτομα της ηλικίας του |
Αναθεώρηση της 02:51, 6 Δεκεμβρίου 2007
Πρότυπο:=el= Πρότυπο:el-κλίσ-'δρόμος' Πρότυπο:-ετυμ-
- νάνος < αρχαία ελληνική νᾶνος
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;: /'na.nɔs/
Πρότυπο:-ουσ- νάνος αρσενικό
- (ιατρική) άνθρωπος πολύ κοντός και μικρόσωμος σε σχέση με άλλα άτομα της ηλικίας του
- άτομο ανάξιο κι ασήμαντο στον τομέα στον οποία ανήκει
- (βοτανική) φυτό με διαστάσεις πολύ μικρότερες από το συνηθισμένο
- (ζωολογία) ζώο μικρού σώματος που χρησιμοποιείται κυρίως ως πειραματόζωο
- (αστρονομία) λευκός ή άσπρος νάνος: αστέρας με σχετικά μικρό μέγεθος, αποτέλεσμα της έκρηξης αστέρα με μάζα λιγότερη από το οκταπλάσιο της μάζας του Ήλιου
- πλάσμα της φαντασίας που, υποτίθεται, ζει στα δάση, στα βουνά ή σε στοές κι έχει ιδιαίτερες τεχνικές ικανότητες, κυρίως, στην ξυλουργία και τη μεταλλουργία
|