ευγενής: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flyax (συζήτηση | συνεισφορές) Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
μ προσθήκη παραμέτρου γλώσσας στο πρότυπο του μέρους λόγου |
||
Γραμμή 4: | Γραμμή 4: | ||
{{-ετυμ-}} |
{{-ετυμ-}} |
||
: {{αρχ}} [[εὐγενής]] |
: {{αρχ}} [[εὐγενής]] |
||
{{-επιθ-}} |
{{-επιθ-|el}} |
||
'''{{PAGENAME}}''', ''συγκριτικός'' [[ευγενέστερος]], ''υπερθετικός'' [[ευγενέστατος]] |
'''{{PAGENAME}}''', ''συγκριτικός'' [[ευγενέστερος]], ''υπερθετικός'' [[ευγενέστατος]] |
||
# [[αριστοκρατικός]] |
# [[αριστοκρατικός]] |
||
Γραμμή 65: | Γραμμή 65: | ||
{{)}} |
{{)}} |
||
{{-ουσ-}} |
{{-ουσ-|el}} |
||
'''{{PAGENAME}}''' {{α}} |
'''{{PAGENAME}}''' {{α}} |
||
* ο καταγόμενος από [[αριστοκρατικός|αριστοκρατική]] οικογένεια, που ανήκει σ' αυτή την κοινωνική τάξη· που έχει τίτλο [[ευγένεια|ευγενείας]]· ο [[αριστοκράτης]] |
* ο καταγόμενος από [[αριστοκρατικός|αριστοκρατική]] οικογένεια, που ανήκει σ' αυτή την κοινωνική τάξη· που έχει τίτλο [[ευγένεια|ευγενείας]]· ο [[αριστοκράτης]] |
Αναθεώρηση της 10:57, 6 Δεκεμβρίου 2007
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ευγενής | η | ευγενής | το | ευγενές |
γενική | του | ευγενούς* | της | ευγενούς | του | ευγενούς |
αιτιατική | τον | ευγενή | την | ευγενή | το | ευγενές |
κλητική | ευγενή(ς) | ευγενής | ευγενές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ευγενείς | οι | ευγενείς | τα | ευγενή |
γενική | των | ευγενών | των | ευγενών | των | ευγενών |
αιτιατική | τους | ευγενείς | τις | ευγενείς | τα | ευγενή |
κλητική | ευγενείς | ευγενείς | ευγενή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Πρότυπο:-επιθ- ευγενής, συγκριτικός ευγενέστερος, υπερθετικός ευγενέστατος
- αριστοκρατικός
- ευγενής καταγωγή
- ο ευγενικός στην συμπεριφορά
Πρότυπο:-ουσ- ευγενής αρσενικό
- ο καταγόμενος από αριστοκρατική οικογένεια, που ανήκει σ' αυτή την κοινωνική τάξη· που έχει τίτλο ευγενείας· ο αριστοκράτης
- αγγλικά : ,