τράπεζα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Μεταφράσεις: αφαίρεση περιττών κενών, προσθήκη κενών μετά και πριν τα «βελάκια»
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ προσθήκη παραμέτρου γλώσσας στο πρότυπο του μέρους λόγου
Γραμμή 3: Γραμμή 3:
{{-ετυμ-}}
{{-ετυμ-}}
: Από το αρχαίο ''τράπεζα''< *τρα (<''[[τέτταρες]]'') + [[πέζα]] (=''[[πους]]'')
: Από το αρχαίο ''τράπεζα''< *τρα (<''[[τέτταρες]]'') + [[πέζα]] (=''[[πους]]'')
{{-ουσ-}}
{{-ουσ-|el}}
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}}
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}}
#τραπέζι, συνήθως για τελετουργική χρήση
#τραπέζι, συνήθως για τελετουργική χρήση

Αναθεώρηση της 17:55, 6 Δεκεμβρίου 2007

Δείτε επίσης: Τράπεζα, τραπέζι

Πρότυπο:=el= Πρότυπο:-ετυμ-

Από το αρχαίο τράπεζα< *τρα (<τέτταρες) + πέζα (=πους)

Πρότυπο:-ουσ- τράπεζα θηλυκό

  1. τραπέζι, συνήθως για τελετουργική χρήση
    τράπεζα προσφορών, Αγία Τράπεζα
  2. πιστωτικός οργανισμός που ασχολείται με χρηματοπιστωτικές εργασίες. Π.χ. δέχεται καταθέσεις ιδιωτών ή νομικών προσώπων, παραχωρεί δάνεια, διαχειρίζεται χαρτοφυλάκια για λογαριασμό των πελατών του κλπ
    Οι καταθέσεις του στην τράπεζα εξανεμίστηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου.
    • συνεκδοχικά το κτήριο που στεγάζει ένα υποκατάστημα μιας τράπεζας.
      Ο Γιάννης πετάχτηκε στην τράπεζα για κάτι δουλειές.
  3. γενικότερα ένας τόπος όπου κατατίθενται προς φύλαξη υλικά ή άυλα αγαθά προκειμένου να είναι προσιτά σε μελλοντική ζήτηση.
    Π.χ. τράπεζα αίματος, τράπεζα σπέρματος, τράπεζα θεμάτων για εξετάσεις

Πρότυπο:-μτφ-