τράπεζα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ προσθήκη παραμέτρου γλώσσας στο πρότυπο του μέρους λόγου |
μ αφαίρεση κατηγοριών που θα γίνονται στο εξής αυτόματα |
||
Γραμμή 71: | Γραμμή 71: | ||
{{)}} |
{{)}} |
||
[[Κατηγορία:Ελληνικά ουσιαστικά]] |
|||
[[en:τράπεζα]] |
[[en:τράπεζα]] |
Αναθεώρηση της 20:36, 9 Δεκεμβρίου 2007
Πρότυπο:-ουσ- τράπεζα θηλυκό
- τραπέζι, συνήθως για τελετουργική χρήση
- τράπεζα προσφορών, Αγία Τράπεζα
- πιστωτικός οργανισμός που ασχολείται με χρηματοπιστωτικές εργασίες. Π.χ. δέχεται καταθέσεις ιδιωτών ή νομικών προσώπων, παραχωρεί δάνεια, διαχειρίζεται χαρτοφυλάκια για λογαριασμό των πελατών του κλπ
- Οι καταθέσεις του στην τράπεζα εξανεμίστηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου.
- συνεκδοχικά το κτήριο που στεγάζει ένα υποκατάστημα μιας τράπεζας.
- Ο Γιάννης πετάχτηκε στην τράπεζα για κάτι δουλειές.
- γενικότερα ένας τόπος όπου κατατίθενται προς φύλαξη υλικά ή άυλα αγαθά προκειμένου να είναι προσιτά σε μελλοντική ζήτηση.
- Π.χ. τράπεζα αίματος, τράπεζα σπέρματος, τράπεζα θεμάτων για εξετάσεις
|