ζωγραφίζω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ προσθήκη παραμέτρου γλώσσας στο πρότυπο του μέρους λόγου
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ αφαίρεση κατηγοριών που θα γίνονται στο εξής αυτόματα
Γραμμή 61: Γραμμή 61:
<!-- * {{fi}} : {{ξεν|fi|XXX}} -->
<!-- * {{fi}} : {{ξεν|fi|XXX}} -->
{{)}}
{{)}}

[[Κατηγορία:Ελληνικά ρήματα]]

Αναθεώρηση της 22:38, 9 Δεκεμβρίου 2007

Πρότυπο:=el= Πρότυπο:-ετυμ- < ζωγράφος Πρότυπο:-ρημ- ζωγραφίζω

  1. σχεδιάζω γραμμές και/ή καλύπτω επιφάνειες με χρώματα, ώστε να δημιουργήσω μία ζωγραφική εικόνα, να αναπαραστήσω πρόσωπα ή πράγματα ή αφηρημένες εικόνες και να φέρω ένα αισθητικό αποτέλεσμα
  2. είμαι ζωγράφος
  3. (μεταφορικά) εκτελώ με δεξιοτεχνία μια συγκεκριμένη εργασία

Πρότυπο:-συγγ-

Πρότυπο:-βλεπ-

Πρότυπο:-μτφ-