υφαρπάζω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ αφαίρεση κατηγοριών που θα γίνονται στο εξής αυτόματα |
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
||
Γραμμή 61: | Γραμμή 61: | ||
{{)}} |
{{)}} |
||
{{κλείδα ταξινόμησης|υφαρπαω}} |
Αναθεώρηση της 15:08, 6 Φεβρουαρίου 2008
- υφαρπάζω < ὑφ- (ὑπό) + ἁρπάζω
Πρότυπο:-ρημ- υφαρπάζω
- οικειοποιούμαι κάτι που δεν είναι δικό μου με επιτήδειο τρόπο
- μου υφάρπαξε τα έγγραφα
- καταφέρνω να αποσπάσω κάτι από κάποιον με επιτήδειο τρόπο
- δεν μπορείς να υφαρπάξεις τη συγκατάθεσή μου
|