θόλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: θολός

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈθo.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θό‐λος
τονικό παρώνυμο: θολός

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

θόλος < κληρονομημένο από την ελληνιστική κοινή θόλος (αρσενικό) < αρχαία ελληνική θόλος (θηλυκό) [1] Δε σχετίζεται με το επίθετο θολός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θόλος οι θόλοι
      γενική του θόλου των θόλων
    αιτιατική τον θόλο τους θόλους
     κλητική θόλε θόλοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ο θόλος στο Πάνθεον της Ρώμης.

θόλος αρσενικό

  1. (αρχιτεκτονική) κατασκευή με καμπύλο σχήμα για την κάλυψη ενός χώρου
  2. κάτι που έχει σχήμα που μοιάζει με θόλο
  3. (ανατομία) ονομασία διαφόρων κοιλοτήτων σε όργανα ή μέρη του σώματος, όπως το στομάχι, το κρανίο (θόλος εγκεφαλικού κρανίου), η μήτρα

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

θόλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θόλος (θηλυκό)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θόλος οι θόλοι
      γενική της θόλου των θόλων
    αιτιατική τη θόλο τις θόλους
     κλητική θόλε θόλοι
Κατηγορία όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Η Θόλος των Δελφών.

θόλος θηλυκό

  • (αρχαιολογία) (συχνά με κεφαλαίο αρχικό) αρχαίος τύπος κυκλικού κτηρίου με κωνική στέγη
    η Θόλος της Επιδαύρου
    το Πρυτανείο της αρχαίας Αθήνας στεγαζόταν σ'ένα κυκλικό κτήριο της Αγοράς, τη Θόλο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική θόλος αἱ θόλοι
      γενική τῆς θόλου τῶν θόλων
      δοτική τῇ θόλ ταῖς θόλοις
    αιτιατική τὴν θόλον τὰς θόλους
     κλητική ! θόλε θόλοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θόλω
γεν-δοτ τοῖν  θόλοιν
Διπλογενές: θηλυκό ή αρσενικό.
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θόλος, ήδη ομηρικό (τεχνικός όρος) άγνωστης ετυμολογίας. Έχουν προταθεί συνδέσεις με το θάλαμος ή λέξεις που σημαίνουν «κοιλότητα» χωρίς ικανοποιητικά αποτελέσματα. [1] Έχει προταθεί και προελληνική προέλευση.[2]
  • για το ελληνιστικό αρσενικό, μεταπλασμός του θηλυκού κατά τα αρσενικά σε -ος.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θόλος θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική θόλος οἱ θόλοι
      γενική τοῦ θόλου τῶν θόλων
      δοτική τῷ θόλ τοῖς θόλοις
    αιτιατική τὸν θόλον τοὺς θόλους
     κλητική ! θόλε θόλοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θόλω
γεν-δοτ τοῖν  θόλοιν
Διπλογενές: θηλυκό ή αρσενικό.
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

θόλος αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.

Πηγές[επεξεργασία]