ξι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξι < (ελληνιστική κοινή) ξῖ < ξεῖ < φοινικικό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξι ουδέτερο άκλιτο
Δείτε επίσης : ξυ, ξει, ξῖ, ξεῖ, ξῦ |
ξι ουδέτερο άκλιτο