προορισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: προσδιορισμός

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προορισμός οι προορισμοί
      γενική του προορισμού των προορισμών
    αιτιατική τον προορισμό τους προορισμούς
     κλητική προορισμέ προορισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προορισμός < αρχαία ελληνική προορισμός < προορίζω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προορισμός αρσενικό

  1. ο τόπος για τον οποίο προορίζεται ένας ταξιδιώτης
  2. ο τελικός σκοπός για τον οποίο υπάρχει ένας άνθρωπος ή αντικείμενο

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]