στενοχωρία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: στενοχώρια

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
στενοχωρῐᾱ-
ονομαστική στενοχωρί αἱ στενοχωρίαι
      γενική τῆς στενοχωρίᾱς τῶν στενοχωριῶν
      δοτική τῇ στενοχωρί ταῖς στενοχωρίαις
    αιτιατική τὴν στενοχωρίᾱν τὰς στενοχωρίᾱς
     κλητική ! στενοχωρί στενοχωρίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στενοχωρί
γεν-δοτ τοῖν  στενοχωρίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στενοχωρία < στενοχωρ(έω) + -ία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στενοχωρία, -ας θηλυκό

  1. στενός χώρος, στενότητα
    ※  5ος↑ αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 7, 49.2
    ταῖς τε ναυσὶν ἐν πελάγει καὶ οὐκ ἐν στενοχωρίᾳ, ἣ πρὸς τῶν πολεμίων μᾶλλόν ἐστι, τοὺς ἀγῶνας ποιήσονται, ἀλλ᾽ ἐν εὐρυχωρίᾳ, ἐν ᾗ τά τε τῆς ἐμπειρίας χρήσιμα σφῶν ἔσται καὶ ἀναχωρήσεις καὶ ἐπίπλους οὐκ ἐκ βραχέος καὶ περιγραπτοῦ ὁρμώμενοί τε καὶ καταίροντες ἕξουσιν.
    Το ναυτικό θα ναυμαχούσε σε ανοιχτή θάλασσα και όχι σε στενό χώρο που ευνοούσε τον αντίπαλο. Στην ευρυχωρία θα τους ήταν χρήσιμη η πείρα τους, επειδή δεν θα ήσαν αναγκασμένοι να κινούνται σε περιορισμένο μέρος.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
    ※  5ος↑ αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 4, 30.2
    τῶν δὲ στρατιωτῶν ἀναγκασθέντων διὰ τὴν στενοχωρίαν τῆς νήσου τοῖς ἐσχάτοις προσίσχοντας ἀριστοποιεῖσθαι διὰ προφυλακῆς
    Εξαιτίας της στενοχώριας του τόπου, οι στρατιώτες αναγκάζονταν να κατεβαίνουν στις ακρογιαλιές της Σφακτηρίας για να τρώνε το φαΐ τους βάζοντας φρουρούς για προστασία.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
    ※  1ος↑ αιώνας Διόδωρος Σικελιώτης, Βιβλιοθήκη Ἱστορική, 11, 15.4 @scaife.perseus
    Θεμιστοκλῆς δὲ συνεβούλευσε περὶ τὴν Σαλαμῖνα ποιεῖσθαι τὸν ἀγῶνα τῶν νεῶν· πολλὰ γὰρ πλεονεκτήσειν ἐν ταῖς στενοχωρίαις τοὺς ὀλίγοις σκάφεσι διαγωνιζομένους πρὸς πολλαπλασίας ναῦς.
     αντώνυμα: εὐρυχωρία
  2. (μεταφορικά) στενοχώρια, δυσκολία, θλίψη, δυσχέρεια
    ※  2ος↑ αιώνας, Επιγραφή από την Σηστό, (Akbaş). IK Sestos 1. OGIS 339, στίχος 103 (στίχοι 102-106) @epigraphy.packhum.org
    ἐπεὶ δὲ
    β̣ουλόμενος διὰ τὴν ὑπάρχουσαν περὶ τὰ κοινὰ στενοχωρίαν χαρίζεσθαι καὶ ἐν τούτοις̣
    τῆι πόλει ἀναδέχεται ἐκ τῶν ἰδίων τὸ ἀνήλωμα τὸ εἰς τὸν ἀνδριάντα, προνοηθήτωι
    ἵνα ὡς κάλλιστος σταθῆι, ἀναγραψάτωι δὲ καὶ εἰς στήλην λευκοῦ λίθου τόδε τὸ ψήφισ̣-
    μα καὶ στησάτωι εἰς τὸ γυμνάσιον.
    ※  2ος↓ αιώνας Καινή Διαθήκη, Προς Κορινθίους Β', 12.10
    διὸ εὐδοκῶ ἐν ἀσθενείαις, ἐν ὕβρεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν διωγμοῖς καὶ στενοχωρίαις, ὑπὲρ Χριστοῦ· ὅταν γὰρ ἀσθενῶ, τότε δυνατός εἰμι.

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις στενόω, στενός και χωρέω

Πηγές[επεξεργασία]