asservissement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- asservissement < asservir
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.sɛʁ.vis.mɑ̃/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
asservissement (fr) αρσενικό