based

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

based (en) (όχι πριν από το ουσιαστικό)

  1. βασισμένος, κάτι που αναπτύσσεται από αυτό
    a movie based on Zola’s novel of the same name - ταινία βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ζόλα
    His conclusion were based on serious arguments.
    Τα συμπεράσματά του ήταν βασισμένα (πάνω) σε σοβαρά επιχειρήματα.
    Programs based on experience are needed.
    Χρειάζονται προγράμματα βασισμένα στην εμπειρία.
  2. στηριγμένος
  3. που εδρεύει, έχει την έδρα του, τη βάση του, σε συγκεκριμένο μέρος
    The Court of Appeals is based in Patras.
    Το Εφετείο εδερεύει στην Πάτρα.
    Their European representative is based in France.
    Ο αντιπρόσωπός τους για την Ευρώπη είναι εγκαταστημένος στη Γαλλία.

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

based (en)

Πηγές[επεξεργασία]