based
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
based (en) (όχι πριν από το ουσιαστικό)
- βασισμένος, κάτι που αναπτύσσεται από αυτό
- ↪ a movie based on Zola’s novel of the same name - ταινία βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ζόλα
- ↪ His conclusion were based on serious arguments.
- Τα συμπεράσματά του ήταν βασισμένα (πάνω) σε σοβαρά επιχειρήματα.
- ↪ Programs based on experience are needed.
- Χρειάζονται προγράμματα βασισμένα στην εμπειρία.
- στηριγμένος
- που εδρεύει, έχει την έδρα του, τη βάση του, σε συγκεκριμένο μέρος
- ↪ The Court of Appeals is based in Patras.
- Το Εφετείο εδερεύει στην Πάτρα.
- ↪ Their European representative is based in France.
- Ο αντιπρόσωπός τους για την Ευρώπη είναι εγκαταστημένος στη Γαλλία.
- ↪ The Court of Appeals is based in Patras.
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
based (en)