handheld

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

handheld < hand + hold

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈhændˌhɛld/

Επίθετο[επεξεργασία]

  1. εξυπηρετικός, εύχρηστος, συμπαγής, βολικός, μικρός
  2. χειρόφερτος [1]
    ※  Hand-held spraying equipment for ignitable liquid coating materials [2]
    «Χειρόφερτος εξοπλισμός ψεκασμού για αναφλέξιμα υγρά υλικά επικάλυψης» [3]

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Υπερώνυμα[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. «χειρόφερτος» από αναζήτηση «handheld» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.
  2. (αγγλικά) Official Journal of the European Union. Προσπέλαση 2020-05-25.
  3. Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Προσπέλαση 2020-05-25.