keuf

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

keuf < keufli < verlan του flic

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kœf/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
keuf keufs

keuf (fr) αρσενικό

  1. (λαϊκότροπο, (verlan)) μπάτσος, αστυφύλακας
    Et les meufs et les keufs dans le RER, la banlieue c'est pas rose, la banlieue c'est morose(chanson des Inconnus)
  2. (λαϊκότροπο, (verlan)) πληθυντικός η αστυνομία
    Se faire serrer par les keufs - συλλαμβάνομαι από την αστυνομία
    Nique les keufs - → δείτε τον όρο  mort aux vaches
    Je kiffe pas les keufs - δεν μου πάνε οι μπάτσοι, δεν μου αρέσουν οι αστυνομικοί

Συνώνυμα[επεξεργασία]

αστυφύλακας