πανωφόρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πανωφόρι τα πανωφόρια
      γενική του πανωφοριού των πανωφοριών
    αιτιατική το πανωφόρι τα πανωφόρια
     κλητική πανωφόρι πανωφόρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
παιδιά φορούν διαφορετικών τύπων πανωφόρια (Josephine Diebitsch Peary, das Schneebaby, 1901)

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πανωφόρι < μεσαιωνική ελληνική πανωφόρι < αρχαία ελληνική ἐπάνω + φέρω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pa.noˈfo.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐νω‐φό‐ρι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πανωφόρι ουδέτερο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]