Ειρήνγκω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ειρήνγκω | οι | Ειρήνγκες |
γενική | της | Ειρήνγκως | των | Ειρήνγκων |
αιτιατική | την | Ειρήνγκω | τις | Ειρήνγκες |
κλητική | Ειρήνγκω | Ειρήνγκες | ||
Ο πληθυντικός σε -ες είναι σπάνιος. | ||||
Κατηγορία όπως «τρελέγκω» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Ειρήνγκω θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ειρήνγκω
|