Εκαλιώτισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Εκαλιώτισσα < Εκαλιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.kaˈʎo.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ε‐κα‐λιώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Εκαλιώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Εκαλιώτης
- προσωνυμία εικόνας της Παναγίας της Οδηγήτριας από τη Μικρά Ασία, που βρίσκεται στο ναό της Αγ. Μαρίνας στην Εκάλη
Συγγενικά[επεξεργασία]
- εκαλιώτικος
- → και δείτε τη λέξη Εκάλη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Εκαλιώτισσα
|