Εκουαδοριανή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Εκουαδοριανή < Εκουαδοριανός + -ή
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Εκουαδοριανή θηλυκό
- (εθνικό όνομα) θηλυκό του Εκουαδοριανός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Εκουαδοριανός
Εκουαδοριανή