Ελάμ
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Ελάμ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Ἐλάμ[1] < σουμεριακή Elam
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Ελάμ ουδέτερο άκλιτο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
Ελάμ στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ελαμικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας