Ελατειώτισσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ελατειώτισσα οι Ελατειώτισσες
      γενική της Ελατειώτισσας των Ελατειωτισσών
    αιτιατική την Ελατειώτισσα τις Ελατειώτισσες
     κλητική Ελατειώτισσα Ελατειώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ελατειώτισσα < Ελατειώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.laˈtço.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ε‐λα‐τειώ‐τισ‐σα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ελατειώτισσα θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Ελατειώτης