Ελισάβετ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Ελισάβετ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή Ἐλισάβετ < εβραϊκή אלישבע (elishéva, o θεός είναι δαψιλής, που φέρνει την αφθονία) [1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.liˈsa.vet/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ε‐λι‐σά‐βετ
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Ελισάβετ θηλυκό άκλιτο
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Ελισάβετ στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Ελισάβετ
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα εβραϊκά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Γυναικεία ονόματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)