Επιτάφιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: επιτάφιος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Επιτάφιος < λείπει η ετυμολογία
περιφορά του Επιταφίου (1)

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Επιτάφιος αρσενικό

  1. η θρησκευτική ακολουθία που ψάλλεται τη Μεγάλη Παρασκευή
  2. το ειδικό κουβούκλιο που αναπαριστά τον τάφο του Χριστού
  3. η καθιερωμένη ονομασία του αποσπάσματος από το έργο του Θουκυδίδη το οποίο, σύμφωνα με τον συγγραφέα, περιέχει το λόγο του Περικλή για τους πρώτους νεκρούς του Πελοποννησιακού πολέμου
  4. το εκτενές ποίημα του Γιάννη Ρίτσου

Μεταφράσεις[επεξεργασία]