Επονίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Επονίτης | οι | Επονίτες |
γενική | του | Επονίτη | των | Επονιτών |
αιτιατική | τον | Επονίτη | τους | Επονίτες |
κλητική | Επονίτη | Επονίτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.poˈni.tis/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Επονίτης αρσενικό (θηλυκό: Επονίτισσα)