Ερατώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Ερατώ
      γενική της Ερατώς
Ερατούς
    αιτιατική την Ερατώ
     κλητική Ερατώ
Η γενική ενικού -ούς είναι λόγια, αρχαιόπρεπη.
Κατηγορία όπως «ηχώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ερατώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Ἐρατώ < ἔρως

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ερατώ θηλυκό

  1. (ελληνική μυθολογία) μία από τις εννέα Μούσες, η προστάτιδα της ερωτικής, λυρικής ποίησης και των ύμνων
  2. γυναικείο όνομα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]