Ερατώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ερατώ | ||
γενική | της | Ερατώς & Ερατούς | ||
αιτιατική | την | Ερατώ | ||
κλητική | Ερατώ | |||
Η γενική ενικού -ούς είναι λόγια, αρχαιόπρεπη. | ||||
Κατηγορία όπως «ηχώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Ερατώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Ἐρατώ < ἔρως
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Ερατώ θηλυκό
- (ελληνική μυθολογία) μία από τις εννέα Μούσες, η προστάτιδα της ερωτικής, λυρικής ποίησης και των ύμνων
- γυναικείο όνομα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ηχώ' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια - ονόματα από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - ονόματα από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ελληνική μυθολογία (νέα ελληνικά)
- Γυναικεία ονόματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)