Εσθήρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Εσθήρ < ελληνιστική κοινή Ἐσθήρ < εβραϊκή עשתר (η περσική θεότητα: Ιστάρ)
Προφορά[επεξεργασία]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Εσθήρ θηλυκό άκλιτο
- γυναικείο όνομα
- ένα από τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Εσθήρ