Εσμεράλδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Εσμεράλδα | οι | Εσμεράλδες |
γενική | της | Εσμεράλδας | — | |
αιτιατική | την | Εσμεράλδα | τις | Εσμεράλδες |
κλητική | Εσμεράλδα | Εσμεράλδες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Εσμεράλδα < (άμεσο δάνειο) ισπανική Esmeralda < esmeralda < παλαιά γαλλική esmeraude < δημώδης λατινική *esmeralda < *esmeraldus < λατινική smaragdus < αρχαία ελληνική σμάραγδος
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Εσμεράλδα θηλυκό
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη σμαράγδι
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
Εσμεράλδα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ισπανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ισπανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα δημώδη λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Γυναικεία ονόματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)