Ευβραδύπορα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Ευβραδύπορα
      γενική των Ευβραδύπορων
Ευβραδυπόρων
    αιτιατική τα Ευβραδύπορα
     κλητική Ευβραδύπορα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ευβραδύπορα < ευ- + βραδύπορα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ευβραδύπορα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]