Ευκρατούλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ευκρατούλα οι Ευκρατούλες
      γενική της Ευκρατούλας
    αιτιατική την Ευκρατούλα τις Ευκρατούλες
     κλητική Ευκρατούλα Ευκρατούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ευκρατούλα < Ευκρατ(ία) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ευκρατούλα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Ευκρατία