Ευρυσάκης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Εὐρυσάκης

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ευρυσάκης < αρχαία ελληνική Εὐρυσάκης ευρύς + σάκος (ασπίδα)

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ευρυσάκης αρσενικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]