Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ευρωπαίος

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: ευρωπαίος, Εὐρωπαῖος
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ευρωπαίος οι Ευρωπαίοι
      γενική του Ευρωπαίου των Ευρωπαίων
    αιτιατική τον Ευρωπαίο τους Ευρωπαίους
     κλητική Ευρωπαίε Ευρωπαίοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

Ευρωπαίος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή Εὐρωπαῖος < αρχαία ελληνική Εὐρώπη[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.vɾoˈpe.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ευρωπαίος

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Ευρωπαίος αρσενικό (θηλυκό Ευρωπαία)

  1. (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από την Ευρώπη ή κατοικεί εκεί
  2. (αστρονομία) ο αστεροειδής 8968

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]