Εύψυχος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Εύψυχος < εύ- + ψυχή

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Εύψυχος αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]