Εὐδοκία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Εὐδοκία < αρχαία ελληνική εὐδοκία < εὐδοκέω < εὖ + δοκέω
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Εὐδοκία θηλυκό
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Εὐδοκίᾱ | αἱ | Εὐδοκίαι |
γενική | τῆς | Εὐδοκίᾱς | τῶν | Εὐδοκιῶν |
δοτική | τῇ | Εὐδοκίᾳ | ταῖς | Εὐδοκίαις |
αιτιατική | τὴν | Εὐδοκίᾱν | τὰς | Εὐδοκίᾱς |
κλητική ὦ! | Εὐδοκίᾱ | Εὐδοκίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Εὐδοκίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Εὐδοκίαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Εὐδοκία θηλυκό
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Γυναικεία ονόματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (αρχαία ελληνικά)
- Γυναικεία ονόματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)