Εὔνυμφος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Εὔνυμφος < εὖ + + νύμφη + -ος

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Εὔνυμφος αρσενικό