Ζάλευκος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ζάλευκος < ζάλευκος < ζα (επιτατικό μοριο) και λευκός)

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ζάλευκος αρσενικό