Ζαππίδα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ζαππίδα | οι | Ζαππίδες |
γενική | της | Ζαππίδας | των | Ζαππίδων |
αιτιατική | τη | Ζαππίδα | τις | Ζαππίδες |
κλητική | Ζαππίδα | Ζαππίδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Ζαππίδα < (καθαρεύουσα) Ζαππίς < Ζάππ(ειον) + -ίδα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Ζαππίδα θηλυκό
- μαθήτρια ή απόφοιτος του Ζαππείου παρθεναγωγείου της Κωνσταντινούπολης
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Ζαππίδα
|