Ζημιανίτισσα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Ζημιανίτισσα < Ζημιανίτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /zi.mɲaˈni.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ζη‐μια‐νί‐τισ‐σα
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Ζημιανίτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Ζημιανίτης
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → και δείτε τη λέξη Ζημιανή
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Ζημιανίτης
Ζημιανίτισσα
|