Ζιλιαχοβινού
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Ζιλιαχοβινού < γενική ενικού του αρσενικού Ζιλιαχοβίνος
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Ζιλιαχοβινού θηλυκό (αρσενικό Ζιλιαχοβίνος)
Ζιλιαχοβινού θηλυκό (αρσενικό Ζιλιαχοβίνος)