Ζωοφόρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ζωοφόρος < ζῷον + φέρω

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ζωοφόρος αρσενικό