Ησυχόπουλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Ησυχόπουλος | οι | Ησυχόπουλοι & Ησυχοπουλαίοι1 |
γενική | του | Ησυχόπουλου & Ησυχοπούλου |
των | Ησυχόπουλων2 & Ησυχοπουλαίων |
αιτιατική | τον | Ησυχόπουλο | τους | Ησυχόπουλους3 & Ησυχοπουλαίους |
κλητική | Ησυχόπουλε | Ησυχόπουλοι & Ησυχοπουλαίοι | ||
1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Ησυχοπούλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Ησυχοπούλους | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Ησυχόπουλος < + -όπουλος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Ησυχόπουλος αρσενικό (θηλυκό Ησυχοπούλου)