Μετάβαση στο περιεχόμενο

Θήβα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Θήβα οι Θήβες
      γενική της Θήβας των Θηβών
    αιτιατική τη Θήβα τις Θήβες
     κλητική Θήβα Θήβες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Σπίτια στη Θήβα

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Θήβα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Θῆβαι στον ενικό[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈθi.va/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: Θήβα

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Θήβα θηλυκό

  1. αρχαία πόλη της Βοιωτίας
  2. πόλη της Βοιωτίας
  3. (στον πληθυντικό)  δείτε τη λέξη Θήβες της Αιγύπτου

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)