Θανασία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- Θανασία < χαϊδευτικό του Αθανασία
Κύριο όνομα 1
[επεξεργασία]Θανασία θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη Αθανάσιος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Θανασία
|
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- Θανασία < γενική ενικού του αρσενικού Θανασίας
Κύριο όνομα 2
[επεξεργασία]Θανασία θηλυκό (αρσενικό Θανασίας)