Θεογονία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Θεογονία < θεογονία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Θεογονία θηλυκό, μόνο στον ενικό
- τίτλος σπουδαίου ποιητικού έργου του Ησιόδου