Θεοδωρούπολη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Θεοδωρούπολη | οι | Θεοδωρουπόλεις |
γενική | της | Θεοδωρούπολης* | των | Θεοδωρουπόλεων |
αιτιατική | τη | Θεοδωρούπολη | τις | Θεοδωρουπόλεις |
κλητική | Θεοδωρούπολη | Θεοδωρουπόλεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, Θεοδωρουπόλεως Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Θεοδωρούπολη < μεσαιωνική ελληνική Θεοδωρούπολις < (Θεόδωρος), γενική ενικού του Θεοδώρου + πόλις (-πολη)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /θe.o.ðoˈɾu.po.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Θε‐ο‐δω‐ρού‐πο‐λη
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Θεοδωρούπολη θηλυκό
- πόλη της Παφλαγονίας, η σημερινή Σαφράμπολη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Θεοδωρούπολη
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια με επίθημα -πολη (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Πόλεις της Ασίας (νέα ελληνικά)
- Πόλεις (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ασίας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)