Θεοδώριχος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Θεοδώριχος οι Θεοδώριχοι
      γενική του Θεοδώριχου
Θεοδωρίχου
των Θεοδώριχων
Θεοδωρίχων
    αιτιατική τον Θεοδώριχο τους Θεοδώριχους
Θεοδωρίχους
     κλητική Θεοδώριχε Θεοδώριχοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Θεοδώριχος < γοτθική < πρωτογερμανική *Þeudarīks < *þeudō (λαός + *rīks (βασιλιάς)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /θe.oˈðo.ɾi.xos/

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Θεοδώριχος αρσενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]