Θεοδώρου

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός     2ος πληθυντικός  
κοινού γένους αρσενικό κοινού γένους
ονομαστική ο/η Θεοδώρου οι Θεοδωραίοι οι Θεοδώρου
      γενική του/της Θεοδώρου των Θεοδωραίων των Θεοδώρου
    αιτιατική τον/τη Θεοδώρου τους Θεοδωραίους τους/τις Θεοδώρου
     κλητική Θεοδώρου Θεοδωραίοι Θεοδώρου
Παραμένει άκλιτο. Το αρσενικό έχει επιπλέον κλιτές μορφές στον πληθυντικό.
Ονοματεπώνυμα -Κατηγορία όπως «Σταύρου» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Θεοδώρου < γενική ενικού του Θεόδωρος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /θe.oˈðo.ɾu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Θε‐ο‐δώ‐ρου

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Θεοδώρου αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

Μεταγραφές[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]

Θεοδώρου