Θεοκλῆς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Θεοκλής

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Θεοκλῆς < θεο- + -κλῆς, θεοῦ κλέος (ανδραγάθημα, δόξα), «η δόξα του θεού»

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Θεοκλῆς αρσενικό