Θεοπούλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Θεοπούλα < θεο- + -πούλα (κόρη του Θεού)

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Θεοπούλα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]